Παρρασίου

Παρρασίου
Παρράσιος
masc/neut gen sg
Παρράσιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • Ζεύξις — (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Ζωγράφος. Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους. Εμφανίζεται ως συνομιλητής στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και αναφέρεται στους διαλόγους του Πλάτωνα. Υπήρξε αντίπαλος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”